- στυλίστας
- ο1) стилист; 2) литератор, художник слова
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
στυλίστας — και στιλίστας, ο, Ν συγγραφέας διακρινόμενος για την κομψότητα και τη γλαφυρότητα τού ύφους του. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. styliste < style (βλ. και λ. στυλ)] … Dictionary of Greek
στυλίστας — ο, η βλ. στιλίστας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-ίστας — αντιδάνεια κατάλ., πρβλ. ιταλ. ista (< λατ. ista < αρχ. ελλ. ιστής). Οι περισσότερες ελλ. λ. σε ίστας είναι μεταφορές στην ελλ. ξένων όρων (πρβλ. κατωτέρω). Εν τούτοις η κατάλ. εντάχθηκε απόλυτα στο νεοελλ. κλιτικό σύστημα, τόσο ώστε τα… … Dictionary of Greek
στιλίστας — ο, Ν βλ. στυλίστας … Dictionary of Greek
υφοτέχνης — ο, Ν λογοτέχνης με ιδιαίτερα αξιόλογο ύφος, στυλίστας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ύφος + τέχνης (< τέχνη), πρβλ. λογο τέχνης] … Dictionary of Greek
στιλίστας — στιλίστας, ο και στυλίστας, ο 1. λογοτέχνης που ξεχωρίζει για το ύφος του: Ο Καρκαβίτσας είναι μεγάλος στιλίστας. 2. αυτός που ασχολείται επαγγελματικά με το ντύσιμο και γενικότερα την εξωτερική εμφάνιση άλλων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)